- ερευθοφοβία
- και ερυθροφοβία, ηιατρ. νευρική πάθηση κατά την οποία οι πάσχοντες συγκινούνται πολύ εύκολα και κατέχονται συνεχώς από τον φόβο μήπως κοκκινίσουν μπροστά σε άλλα πρόσωπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρευθος + φοβία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.